- δουκικῆς
- δουκικόςducianusfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκάλα — I (Scala). Περίφημο λυρικό θέατρο του Μιλάνου. Χτίστηκε το 1778 από τον Γκιουζέπε Πιερμαρίνι στη θέση της παλιάς εκκλησίας της Σάντα Μαρία αλά Σκάλα και σε αντικατάσταση της παλιάς δουκικής σκηνής, που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Τόσο για το… … Dictionary of Greek
Μίλερ, Βίλχελμ — (Wilhelm Mόller, 1794 – 1827). Γερμανός ποιητής και φιλέλληνας. Πολέμησε εναντίον του Ναπολέοντα (1813 14) και διετέλεσε διευθυντής της δουκικής βιβλιοθήκης της γενέτειράς του Ντεσάου. Από τα ταξίδια του στην Ιταλία εμπνεύστηκε τις ποιητικές… … Dictionary of Greek
Τζένγκα, Τζιρόλαμο — (Genga, 1476 – 1551). Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Η ζωγραφική του δείχνει επίδραση του Περουτζίνο, του Σόντομα και του Ραφαήλ. Τα σπουδαιότερα έργα του είναι Το Μαρτύριο του Aγίου Σεβαστιανού και Ο Αινείας φεύγοντας από την Τροία. Ως… … Dictionary of Greek
Φριζόνι, Ντονάτο Γκιουζέπε — (Frisoni, Λαΐνο, Κόμο 1683 – Λούντβιγκσμπουργκ 1735). Ιταλός αρχιτέκτονας και γλύπτης. Από το 1709 συνεργάστηκε ως γλύπτης στο χτίσιμο της έπαυλης του δούκα της Βυρτεμβέργης στο Λούντβιγκσμπουργκ και το 1714 διαδέχτηκε τον Τ. Νέτε στη διεύθυνση… … Dictionary of Greek